μεταβαπτίζω

μεταβαπτίζω
και ματαβαφτίζω (Μ μεταβαπτίζω)
βαπτίζω εκ νέου κάποιον στην ίδια ή και σε άλλη πίστη, δίνω νέο βάπτισμα εισδοχής σε νέα θρησκεία ή σε αιρετικό δόγμα
νεοελλ.
αλλάζω το όνομα κάποιου, μετονομάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμεταβάπτιστος — η, ο και φτιστος [μεταβαπτίζω] αυτός που δεν ξαναβαφτίστηκε ή δεν μπορεί να ξαναβαφτιστεί …   Dictionary of Greek

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

  • μεταβάπτιση — η η εκ νέου βάπτιση, το ξαναβάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβαπτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • μεταβάπτισμα — και μεταβάφτισμα, το [μεταβαπτίζω] η μεταβάπτιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”